- αλαδιά
- η неурожай маслин
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αλαδιά — η η κάθε δυο χρόνια ακαρπία των ελαιόδεντρων: Τους είχε γονατίσει η αλαδιά της χρονιάς εκείνης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλαδιά — η [λαδιά] 1. έλλειψη λαδιού 2. η ακαρπία που παρατηρείται στις ελιές κάθε δεύτερο χρόνο … Dictionary of Greek